Ухватка на греческом языке

Перевод: ухватка, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
έξη, τέχνη, φιλοτεχνία, κολάι, τρικ, συνήθεια, ικανότητα, ξεγελώ, εξημέρωση, επιδεξιότητα, κόλπο, τα γάντια του φούρνου, γάντια του φούρνου, γάντια φούρνου, γάντια κουζίνας, πυρίμαχα γάντια
Ухватка на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: ухватка

ухватка это, что такое схватка, ухватка для собак, ухватка кухонная, ухватка своими руками, ухватка словарь иностранных слов греческий, ухватка на греческом языке

Переводы

  • ухватить на греческом языке - καταλαμβάνω, απομόνωση, λαβή, κατάσχω, αρπάζω, κράτημα, κλώσημα, ...
  • ухватиться на греческом языке - συλλαμβάνω, πιάνω, σφίγγω, αδράξουν, αδράξουμε, αδράξει, κατάσχουν, ...
  • ухитриться на греческом языке - εφευρίσκω, αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, διευθύνω, επινοώ, μηχανεύομαι, contrive
  • ухитряться на греческом языке - διευθύνω, εφευρίσκω, αντεπεξέρχομαι, καταφέρνω, επινοώ, μηχανεύομαι, contrive
Случайные слова
Ухватка на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: έξη, τέχνη, φιλοτεχνία, κολάι, τρικ, συνήθεια, ικανότητα, ξεγελώ, εξημέρωση, επιδεξιότητα, κόλπο, τα γάντια του φούρνου, γάντια του φούρνου, γάντια φούρνου, γάντια κουζίνας, πυρίμαχα γάντια