Ухудшает на греческом языке
Перевод: ухудшает, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
χειροτερεύει, επιδεινώνεται, επιδεινώνει, επιδεινωθεί, επιδεινώνει την
Другие языки
Родственные слова: ухудшает
ухудшает ли зрение линзы, ухудшает ли курение память, ухудшает память, ухудшает синоним, ухудшает ли зрение ношение очков, ухудшает словарь иностранных слов греческий, ухудшает на греческом языке
Переводы
- уходящий на греческом языке - κοινωνικός, εκδηλωτικός, εξωστρεφής, εξερχόμενος, εξερχόμενες, εξερχόμενων, εξερχόμενη, ...
- ухоженный на греческом языке - διατηρούνται σε καλή κατάσταση, καλά διατηρημένο, καλά συντηρημένο, καλά διατηρημένες, καλή κατάσταση συντήρησης
- ухудшать на греческом языке - παραβλάπτω, χειροτερεύω, τονίζω, επιδεινώνω, επιδεινώσει, επιδεινωθεί, επιδεινωθούν, ...
- ухудшаться на греческом языке - ξεπεσμός, κλίνω, επιδεινώνω, χειροτερεύω, συρρικνώνομαι, μαρασμός, επιδεινώσει, ...
Случайные слова
Ухудшает на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: χειροτερεύει, επιδεινώνεται, επιδεινώνει, επιδεινωθεί, επιδεινώνει την
Переводы: χειροτερεύει, επιδεινώνεται, επιδεινώνει, επιδεινωθεί, επιδεινώνει την