Уцепиться на греческом языке
Перевод: уцепиться, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κρατώ, αμπάρι, κρεμάσετε, κρέμονται, κρεμάσει, κρεμάσετε στον, κρατηθούν από
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: уцепиться
уцепиться словарь иностранных слов греческий, уцепиться на греческом языке
Переводы
- уцененный на греческом языке - cut, περικοπή, κομμένα, κοπής, κοπή
- уценка на греческом языке - επίδομα, ρύθμιση, επιχορήγηση, χαμήλωση τιμής, markdown, πρώτα μείωση
- участвовать на греческом языке - πηγαίνω, μοιράζω, κάθομαι, κλήρος, μοιράζομαι, συμμετέχω, συμμετέχουν, ...
- участвующий на греческом языке - συμμέτοχος, που συμμετέχουν, συμμετέχουσες, συμμετέχοντα, συμμετέχουν, συμμετεχόντων
Случайные слова
Уцепиться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κρατώ, αμπάρι, κρεμάσετε, κρέμονται, κρεμάσει, κρεμάσετε στον, κρατηθούν από
Переводы: κρατώ, αμπάρι, κρεμάσετε, κρέμονται, κρεμάσει, κρεμάσετε στον, κρατηθούν από