Учащаться на греческом языке

Перевод: учащаться, Словарь: русском » греческий

Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
πήζω, δένω, πυκνώνω, γίνονται πιο συχνές, γίνει συχνότερες, καταστούν συχνότερα, γίνουν συχνότερες, γίνονταν συχνότερα
Учащаться на греческом языке
Родственные слова
Другие языки

Родственные слова: учащаться

учащаться синоним, учащаться антоним, учащаться словарь иностранных слов греческий, учащаться на греческом языке

Переводы

  • участок на греческом языке - νήμα, πήζω, πλατεία, σταθμός, εξοκέλλω, εκκαθάριση, κλώνος, ...
  • участь на греческом языке - μερίδα, ειμαρμένη, ευτυχία, κλήρος, μοιράζομαι, τύχη, πεπρωμένο, ...
  • учащенный на греческом языке - γρήγορος, γοργός, συχνός, συχνές, συχνή, συχνά, συχνών
  • учащийся на греческом языке - δόκιμος, φοιτητής, φοιτήτρια, μαθήτρια, μαθητής, σπουδαστής, μαθητή, ...
Случайные слова
Учащаться на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: πήζω, δένω, πυκνώνω, γίνονται πιο συχνές, γίνει συχνότερες, καταστούν συχνότερα, γίνουν συχνότερες, γίνονταν συχνότερα