Учинять на греческом языке
Перевод: учинять, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, δεσμεύω, διαπράττω, εξαναγκάζω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: учинять
учинять расправу, учинить синонимы, учинять подпись, учинять словарь иностранных слов греческий, учинять на греческом языке
Переводы
- училище на греческом языке - κολέγιο, σχολείο, σχολείου, το σχολείο, σχολή, του σχολείου
- учинить на греческом языке - φτιάχνω, κάνω, δεσμεύω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, διαπράττω, να, ...
- учитель на греческом языке - καθηγητής, δασκάλα, καθηγήτρια, δάσκαλος, δάσκαλο, των εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικός
- учительница на греческом языке - δάσκαλος, δασκάλα, καθηγήτρια, καθηγητής, δάσκαλο, των εκπαιδευτικών, εκπαιδευτικός
Случайные слова
Учинять на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, δεσμεύω, διαπράττω, εξαναγκάζω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται
Переводы: κάνω, φτιάχνω, κατασκευάζω, δεσμεύω, διαπράττω, εξαναγκάζω, διαπράττουν, δεσμευτούν, διαπράξουν, διαπράξει, δεσμεύονται