Учить на греческом языке
Перевод: учить, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
σπουδάζω, μορφώνω, γραφείο, σπουδές, μελέτη, διδάσκω, τρένο, αμαξοστοιχία, προκρίνομαι, εκπαιδεύω, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: учить
учить армянский язык, учить английский онлайн, учить испанский, учить китайский, учить буквы, учить словарь иностранных слов греческий, учить на греческом языке
Переводы
- учительствовать на греческом языке - διδάσκω, για να διδάξουν, να διδάξουν, για να διδάξει, να διδάξει, να διδάσκουν
- учитывать на греческом языке - αναβάλλω, θεωρώ, επιτρέπω, συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, αφήνω, εξετάσει, ...
- учиться на греческом языке - σπουδάζω, σπουδές, μελέτη, γραφείο, προκρίνομαι, μαθαίνω, μάθουν, ...
- учредитель на греческом языке - ναυαγώ, ατζαμής, αρχάριος, πατέρας, φουντάρω, ιδρυτής, ιδρυτή, ...
Случайные слова
Учить на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: σπουδάζω, μορφώνω, γραφείο, σπουδές, μελέτη, διδάσκω, τρένο, αμαξοστοιχία, προκρίνομαι, εκπαιδεύω, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει
Переводы: σπουδάζω, μορφώνω, γραφείο, σπουδές, μελέτη, διδάσκω, τρένο, αμαξοστοιχία, προκρίνομαι, εκπαιδεύω, διδάξει, διδάσκουν, διδάξουν, διδάσκει