Учреждать на греческом языке
Перевод: учреждать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
φελλός, βρήκα, προάγω, προωθώ, τοποθετώ, εκτοξεύω, διαπιστώνω, συστήνω, καθελκύω, καθορισμένος, μορφή, αποτελώ, συγκροτώ, επιπλέω, καθιερώνω, εισάγω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: учреждать
учреждать вики, учреждать словарь, что значит учреждать, что такое учреждать, учреждать толковый словарь, учреждать словарь иностранных слов греческий, учреждать на греческом языке
Переводы
- учредить на греческом языке - επιβάλλω, διαπιστώνω, συγκροτώ, ιδρύω, αποτελώ, βρήκα, καθιερώνω, ...
- учреждает на греческом языке - καταρτίζει, καθιερώνεται
- учреждение на греческом языке - μύηση, υπηρεσία, υποθήκη, εχέγγυο, επιβάλλω, υπόσχομαι, προώθηση, ...
- учрежденный на греческом языке - εγκατεστημένος, ιδρύθηκε, συσταθεί, εγκατεστημένοι, καθοριστεί
Случайные слова
Учреждать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: φελλός, βρήκα, προάγω, προωθώ, τοποθετώ, εκτοξεύω, διαπιστώνω, συστήνω, καθελκύω, καθορισμένος, μορφή, αποτελώ, συγκροτώ, επιπλέω, καθιερώνω, εισάγω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Переводы: φελλός, βρήκα, προάγω, προωθώ, τοποθετώ, εκτοξεύω, διαπιστώνω, συστήνω, καθελκύω, καθορισμένος, μορφή, αποτελώ, συγκροτώ, επιπλέω, καθιερώνω, εισάγω, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει