Фиксировать на греческом языке
Перевод: фиксировать, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
ανιχνεύω, διαπράττω, κάνω, φτιάχνω, δεσμεύω, ρεκόρ, καταγράφω, ανακαλύπτω, ηχογραφώ, υπόλειμμα, ίχνος, δίσκος, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: фиксировать
фиксировать убытки, зафиксировать ячейки excel 2007, фиксировать значение слова, зафиксировать ячейку в excel, зафиксировать прибыль, фиксировать словарь иностранных слов греческий, фиксировать на греческом языке
Переводы
- фиксация на греческом языке - στερέωση, στερέωσης, σταθεροποίηση, υλική ενσωμάτωση, σύνδεσης του
- фиксированный на греческом языке - σταθερός, σταθερό, σταθερή, σταθερού, σταθερής
- фиксирующий на греческом языке - για τον καθορισμό, καθορισμό, τον καθορισμό, για καθορισμό, περί καθορισμού
- фиктивный на греческом языке - χλευάζω, σαρκάζω, πλαστογραφία, καμώματα, πλαστός, περιγελώ, κάλπικος, ...
Случайные слова
Фиксировать на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: ανιχνεύω, διαπράττω, κάνω, φτιάχνω, δεσμεύω, ρεκόρ, καταγράφω, ανακαλύπτω, ηχογραφώ, υπόλειμμα, ίχνος, δίσκος, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
Переводы: ανιχνεύω, διαπράττω, κάνω, φτιάχνω, δεσμεύω, ρεκόρ, καταγράφω, ανακαλύπτω, ηχογραφώ, υπόλειμμα, ίχνος, δίσκος, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει