Фундаментальный на греческом языке
Перевод: фундаментальный, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
κεντρικός, λεπτομερής, θεμελιώδης, καθωσπρέπει, ακαδημαϊκός, πρέπων, ευπρεπής, βαθυστόχαστος, ουσιώδης, σωστός, συμπαγής, ανθεκτικός, ρωμαλέος, βαθύς, εξονυχιστικός, γερός, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: фундаментальный
фундаментальный закон природы, фундаментальный анализ валютного рынка, фундаментальный анализ фондового рынка, фундаментальный анализ финансовых рынков, фундаментальный анализ книги, фундаментальный словарь иностранных слов греческий, фундаментальный на греческом языке
Переводы
- фундамент на греческом языке - θεμέλιο, ευτελής, βάση, υπόγειο, ίδρυση, ίδρυμα, βάθρο, ...
- фундаментальность на греческом языке - χαρακτήρας, στερεότητα, σταθερότητα, τη σταθερότητα, στιβαρότητα, ευρωστία
- фундированный на греческом языке - κεφαλαιοποιητικό, κεφαλαιοποιητικά, χρηματοδοτούμενης, χρηματοδοτούμενων, χρηματοδοτούμενη
- фундук на греческом языке - φουντούκι, φουντουκιών, φουντουκιού, των φουντουκιών, φουντούκια
Случайные слова
Фундаментальный на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: κεντρικός, λεπτομερής, θεμελιώδης, καθωσπρέπει, ακαδημαϊκός, πρέπων, ευπρεπής, βαθυστόχαστος, ουσιώδης, σωστός, συμπαγής, ανθεκτικός, ρωμαλέος, βαθύς, εξονυχιστικός, γερός, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών
Переводы: κεντρικός, λεπτομερής, θεμελιώδης, καθωσπρέπει, ακαδημαϊκός, πρέπων, ευπρεπής, βαθυστόχαστος, ουσιώδης, σωστός, συμπαγής, ανθεκτικός, ρωμαλέος, βαθύς, εξονυχιστικός, γερός, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών