Хилый на греческом языке
Перевод: хилый, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
λεπτός, λιποθυμώ, αδύναμος, ισχνός, αμυδρός, εύθραυστος, μαλθακός, αδύνατος, ασθενικός, ανίσχυρος, ασήμαντος, φιλάσθενος, φίνος, ευπαθής, αδύναμα, εύθραυστη, ευπαθείς
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: хилый
хилый парнишка сканворд, хилый гигант из сна навуходоносора, хилый мужичонка, хилый это, хилый закос под любовь, хилый словарь иностранных слов греческий, хилый на греческом языке
Переводы
- хибарка на греческом языке - καλύβα, Ξύλινη Καλύβα, Shack, παράγκα, παράγκας
- хижина на греческом языке - αποβάλλω, υπόστεγο, παράγκα, καμπίνα, καλύβα, θαλαμίσκος, καλύβας, ...
- химера на греческом языке - χίμαιρα, χίμαιρας, χιμαιρικό, χιμαιρικού, χιμαιρικό μόριο
- химерический на греческом языке - απλοχέρης, εκκεντρικός, μπαρόκ, πολυδάπανος, χιμαιρικός, χιμαιρικό, χιμαιρική, ...
Случайные слова
Хилый на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: λεπτός, λιποθυμώ, αδύναμος, ισχνός, αμυδρός, εύθραυστος, μαλθακός, αδύνατος, ασθενικός, ανίσχυρος, ασήμαντος, φιλάσθενος, φίνος, ευπαθής, αδύναμα, εύθραυστη, ευπαθείς
Переводы: λεπτός, λιποθυμώ, αδύναμος, ισχνός, αμυδρός, εύθραυστος, μαλθακός, αδύνατος, ασθενικός, ανίσχυρος, ασήμαντος, φιλάσθενος, φίνος, ευπαθής, αδύναμα, εύθραυστη, ευπαθείς