Худощавый на греческом языке
Перевод: худощавый, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
γέρνω, ισχνός, αραιώνω, ψιλός, κλίνω, άπαχος, αραιός, λιγνός, ακουμπώ, λεπτός, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: худощавый
худощавый парень фото, худощавый тип телосложения, худощавый мужчина, худощавый шейный шарфик, худощавый это, худощавый словарь иностранных слов греческий, худощавый на греческом языке
Переводы
- худосочный на греческом языке - λεμφικός, χορταριασμένα, weedy, ψιλόλιγνος, χορταριασμένο, ζιζανίου
- худощавость на греческом языке - λιγνάδα, ισχνότητα, λιπαρότητα, η λιπαρότητα, leanness, ισχνότητας
- худшее на греческом языке - χειρότερος, χειρότερα, χειρότερη, χειρότερο, χειρότερες
- худший на греческом языке - κατώτερος, παρακατιανός, υποδεέστερος, χειρότερες, χειρότερο, χειρότερη, το χειρότερο, ...
Случайные слова
Худощавый на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: γέρνω, ισχνός, αραιώνω, ψιλός, κλίνω, άπαχος, αραιός, λιγνός, ακουμπώ, λεπτός, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές
Переводы: γέρνω, ισχνός, αραιώνω, ψιλός, κλίνω, άπαχος, αραιός, λιγνός, ακουμπώ, λεπτός, λεπτό, λεπτή, λεπτής, λεπτές