Чахлый на греческом языке
Перевод: чахлый, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
φιλάσθενος, ισχνός, φτωχός, πενιχρός, ασήμαντος, αδύνατος, καημένος, καχεκτική, υπανάπτυκτα, σταματημένη, αναχαιτίσει την, κατσιασμένα
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: чахлый
чахлый шайтан, чахлый значение, чахлый это, чахлый антоним, чахлый бар, чахлый словарь иностранных слов греческий, чахлый на греческом языке
Переводы
- чау на греческом языке - φαγητό, Chow, τροφή, τροφή για, Τσόου
- чау-чау на греческом языке - φαγητό, Chow, τροφή, τροφή για, Τσόου
- чахнуть на греческом языке - πεύκο, κατακεραυνώνω, ατονώ, καταναλώνω, πεύκα, πεύκου, πεύκης, ...
- чахотка на греческом языке - φθίση, κατανάλωση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
Случайные слова
Чахлый на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: φιλάσθενος, ισχνός, φτωχός, πενιχρός, ασήμαντος, αδύνατος, καημένος, καχεκτική, υπανάπτυκτα, σταματημένη, αναχαιτίσει την, κατσιασμένα
Переводы: φιλάσθενος, ισχνός, φτωχός, πενιχρός, ασήμαντος, αδύνατος, καημένος, καχεκτική, υπανάπτυκτα, σταματημένη, αναχαιτίσει την, κατσιασμένα