Черенок на греческом языке
Перевод: черенок, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
παγανίζω, μεταχειρίζομαι, μόσχευμα, ζυγιάζω, ζυγίζω, μπολιάζω, στείρα, μίσχος, στέλεχος, χερούλι, χειρίζομαι, άξονας, κυνηγώ, κοτσάνι, μίσχο, μίσχου, ποδίσκο
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: черенок
черенок розы, черенок винограда для посадки, черенок для лопаты, черенок фиалки, черенок для косы, черенок словарь иностранных слов греческий, черенок на греческом языке
Переводы
- через на греческом языке - κάθε, πάνω, ανά, για, σε, απέναντι, τελείωσε, ...
- черенковать на греческом языке - μπολιάζω, μόσχευμα, μπολιασμένα, εμβολιασμένα, εμβολιασμένο, εμβολιασμένων, μοσχευμένο
- череп на греческом языке - κρανίο, καύκαλο, κρανίου, του κρανίου, το κρανίο
- черепаха на греческом языке - χελώνα, χελώνας, χελώνες, χελώνα της, της χελώνας
Случайные слова
Черенок на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: παγανίζω, μεταχειρίζομαι, μόσχευμα, ζυγιάζω, ζυγίζω, μπολιάζω, στείρα, μίσχος, στέλεχος, χερούλι, χειρίζομαι, άξονας, κυνηγώ, κοτσάνι, μίσχο, μίσχου, ποδίσκο
Переводы: παγανίζω, μεταχειρίζομαι, μόσχευμα, ζυγιάζω, ζυγίζω, μπολιάζω, στείρα, μίσχος, στέλεχος, χερούλι, χειρίζομαι, άξονας, κυνηγώ, κοτσάνι, μίσχο, μίσχου, ποδίσκο