Электроснабжение на греческом языке
Перевод: электроснабжение, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
παροχή, προμήθεια, χορήγηση, παρέχω, τροφοδοσίας με ηλεκτρική ενέργεια, παροχή ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσία ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσίας ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσία του ρεύματος
Родственные слова
Другие языки
Родственные слова: электроснабжение
электроснабжение моп, электроснабжение крыма, электроснабжение специальность, электроснабжение частного дома, электроснабжение железных дорог, электроснабжение словарь иностранных слов греческий, электроснабжение на греческом языке
Переводы
- электросеть на греческом языке - πλέγμα, δίχτυ, σχάρα, κύκλωμα, κυκλώματος, κυκλωμάτων, του κυκλώματος, ...
- электроскоп на греческом языке - ηλεκτροσκόπιο, ηλεκτροσκοπίου
- электростанция на греческом языке - μονάδα παραγωγής ενέργειας, σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, σταθμού, μονάδας παραγωγής ενέργειας, σταθμού ηλεκτροπαραγωγής
- электростатический на греческом языке - ηλεκτροστατικών, ηλεκτροστατικό, ηλεκτροστατικής, ηλεκτροστατική, ηλεκτροστατικές
Случайные слова
Электроснабжение на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: παροχή, προμήθεια, χορήγηση, παρέχω, τροφοδοσίας με ηλεκτρική ενέργεια, παροχή ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσία ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσίας ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσία του ρεύματος
Переводы: παροχή, προμήθεια, χορήγηση, παρέχω, τροφοδοσίας με ηλεκτρική ενέργεια, παροχή ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσία ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσίας ηλεκτρικής ισχύος, τροφοδοσία του ρεύματος