Энергоёмкость на греческом языке
Перевод: энергоёмкость, Словарь: русском » греческий
Язык оригинала:
русском
Язык перевода:
греческий
Переводы:
δύναμη, εξουσία, κύρος, κατανάλωση ενέργειας, κατανάλωση ισχύος, κατανάλωση ρεύματος, την κατανάλωση ενέργειας, κατανάλωσης ισχύος
Другие языки
Родственные слова: энергоёмкость
энергоёмкость продукции, энергоёмкость ввп, энергоёмкость бензина, энергоёмкость ввп это, энергоёмкость топлива, энергоёмкость словарь иностранных слов греческий, энергоёмкость на греческом языке
Переводы
- энергичный на греческом языке - ζωτικός, έντονος, οξυδερκής, μυτερός, νεανικός, αιφνίδιος, ενδιαφερόμενος, ...
- энергия на греческом языке - κύρος, αναπηδώ, εκτινάσσομαι, σφρίγος, κολλαρίζω, δραστηριότητα, γρονθοκοπώ, ...
- энзим на греческом языке - ένζυμο, ενζύμου, ενζύμων, του ενζύμου, ένζυμο που
- энклитика на греческом языке - εγκλιτικό
Случайные слова
Энергоёмкость на греческом языке - Словарь: русском » греческий
Переводы: δύναμη, εξουσία, κύρος, κατανάλωση ενέργειας, κατανάλωση ισχύος, κατανάλωση ρεύματος, την κατανάλωση ενέργειας, κατανάλωσης ισχύος
Переводы: δύναμη, εξουσία, κύρος, κατανάλωση ενέργειας, κατανάλωση ισχύος, κατανάλωση ρεύματος, την κατανάλωση ενέργειας, κατανάλωσης ισχύος