Aktning på grekiska
Översättning: aktning, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
σέβομαι, υπολογίζω, εκτίμηση, σεβασμός, θεωρώ, υπόληψη, εκτίμησης, εκτίμησή, αυτοεκτίμηση, αυτοεκτίμησης
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: aktning
aktning antonymer, aktning betyder, aktning egard, aktning engelska, aktning fransk, aktning språkordbok grekiska, aktning på grekiska
Översättningar
- aktivera på grekiska - ενεργοποιώ, ενεργοποιήσετε, επιτρέψουν, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει
- aktivitet på grekiska - αγωγή, διάβημα, δραστηριότητα, δράση, επενέργεια, δραστηριότητας, δραστικότητα, ...
- aktsam på grekiska - προσεκτικός, επερχόμενο, προσεκτική, στον επερχόμενο, προσεκτικοί
- aktuell på grekiska - ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, τρέχουσας
Slumpa ord
Aktning på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: σέβομαι, υπολογίζω, εκτίμηση, σεβασμός, θεωρώ, υπόληψη, εκτίμησης, εκτίμησή, αυτοεκτίμηση, αυτοεκτίμησης
Översättningar: σέβομαι, υπολογίζω, εκτίμηση, σεβασμός, θεωρώ, υπόληψη, εκτίμησης, εκτίμησή, αυτοεκτίμηση, αυτοεκτίμησης