Anfall på grekiska
Översättning: anfall, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
βιαιοπραγία, αιχμαλωτίζω, επίθεση, αιχμαλωσία, επιτίθεμαι, επιδρομή, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: anfall
anfall antonymer, anfall av raseri, anfall barn, anfall grammatik, anfall hos barn, anfall språkordbok grekiska, anfall på grekiska
Översättningar
- anestesi på grekiska - αναισθησία, αναισθησίας, την αναισθησία, χορήγησης αναισθητικών, αναισθησία με
- anfader på grekiska - πρόγονος, προηγούμενος, πρόγονο, προγόνου, πρόγονός, προγόνων
- anfalla på grekiska - επίθεση, επιτίθεμαι, βιαιοπραγία, επιδρομή, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, ...
- anfäkta på grekiska - παρενοχλώ, ταλανίζουν, βασανίζεται, ταλανίζεται, αντιμετωπίζουν, αντιμετώπισε
Slumpa ord
Anfall på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: βιαιοπραγία, αιχμαλωτίζω, επίθεση, αιχμαλωσία, επιτίθεμαι, επιδρομή, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής
Översättningar: βιαιοπραγία, αιχμαλωτίζω, επίθεση, αιχμαλωσία, επιτίθεμαι, επιδρομή, επίθεσης, προσβολή, ομάδα, προσβολής