Befäl på grekiska
Översättning: befäl, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
απόπειρα, εντολή, προσταγή, διατάζω, προστάζω, προσπάθεια, αξιωματικός, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: befäl
befäl antonymer, befäl citat, befäl engelska, befäl grammatik, befäl i flottan, befäl språkordbok grekiska, befäl på grekiska
Översättningar
- befrukta på grekiska - λιπαίνω, γονιμοποιήσει, γονιμοποιήσουν, γονιμοποιούν, λιπάνει
- befrämja på grekiska - προωθώ, παραπέρα, προάγω, μακρύτερος, ενθαρρύνω, περαιτέρω, προώθηση, ...
- befälhavare på grekiska - διοικητής, κυβερνήτης, διοικητή, κυβερνήτη, διοικητής της
- befästa på grekiska - ενδυναμώνω, καρδαμώνω, εδραίωση, παγίωση, εδραιώσει, παγιώσει, εδραίωση της
Slumpa ord
Befäl på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: απόπειρα, εντολή, προσταγή, διατάζω, προστάζω, προσπάθεια, αξιωματικός, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
Översättningar: απόπειρα, εντολή, προσταγή, διατάζω, προστάζω, προσπάθεια, αξιωματικός, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό