Besynnerlig på grekiska
Översättning: besynnerlig, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
παράδοξος, αλλόκοτος, αστείος, ενικός, ιδιόμορφος, περίεργος, μοναδικός, ρούμι, παράξενος, μονός, αδερφή, κωμικός, ιδιότροπος, Εκκεντρικά, Quirky, έναν ιδιόμορφο, ιδιόμορφο
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: besynnerlig
besynnerlig antonymer, besynnerlig betyder, besynnerlig definition, besynnerlig engelska, besynnerlig grammatik, besynnerlig språkordbok grekiska, besynnerlig på grekiska
Översättningar
- besvära på grekiska - ενοχλούμαι, κόπος, σκοτίζομαι, ενοχλώ, ταλαιπωρία, φασαρία, Trouble, ...
- besvärlig på grekiska - σκληροτράχηλος, δύσκολος, σκληρός, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες
- besätta på grekiska - καταλαμβάνω, καταλαμβάνουν, κατέχουν, καταλάβει, καταλάβουν, καταλαμβάνει
- besättning på grekiska - πλήρωμα, πληρώματος, του πληρώματος, το πλήρωμα, πληρωμάτων
Slumpa ord
Besynnerlig på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: παράδοξος, αλλόκοτος, αστείος, ενικός, ιδιόμορφος, περίεργος, μοναδικός, ρούμι, παράξενος, μονός, αδερφή, κωμικός, ιδιότροπος, Εκκεντρικά, Quirky, έναν ιδιόμορφο, ιδιόμορφο
Översättningar: παράδοξος, αλλόκοτος, αστείος, ενικός, ιδιόμορφος, περίεργος, μοναδικός, ρούμι, παράξενος, μονός, αδερφή, κωμικός, ιδιότροπος, Εκκεντρικά, Quirky, έναν ιδιόμορφο, ιδιόμορφο