Bruk på grekiska
Översättning: bruk, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
χρήση, εργασία, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: bruk
brevens bruk, bruk 2007, bruk antonymer, bruk engelska, bruk för alla, bruk språkordbok grekiska, bruk på grekiska
Översättningar
- brottslig på grekiska - εγκληματικός, εγκληματίας, ποινικές, ποινικής, ποινικών, ποινική
- brottsling på grekiska - εγκληματικός, εγκληματίας, ποινικές, ποινικής, ποινικών, ποινική
- bruka på grekiska - αιτούμαι, καλλιεργώ, χρησιμοποιώ, σκαλίζω, χρήση, εφαρμόζω, βάζω, ...
- brukbar på grekiska - χρήσιμος, χρησιμοποιήσιμος, μπορούν να χρησιμοποιηθούν, χρησιμοποιήσιμα, χρησιμοποιήσιμο, χρηστικότητας
Slumpa ord
Bruk på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: χρήση, εργασία, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
Översättningar: χρήση, εργασία, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση