Bruka på grekiska

Översättning: bruka, Ordbok: svenska » grekiska

Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
αιτούμαι, καλλιεργώ, χρησιμοποιώ, σκαλίζω, χρήση, εφαρμόζω, βάζω, καλλιέργεια, γεωργία, γεωργίας, καλλιέργειας, εκτροφής
Bruka på grekiska
Relaterade ord
Andra språk

Relaterade ord: bruka

bruka antonymer, bruka design, bruka design hylla, bruka design möbler, bruka design online, bruka språkordbok grekiska, bruka på grekiska

Översättningar

  • brottsling på grekiska - εγκληματικός, εγκληματίας, ποινικές, ποινικής, ποινικών, ποινική
  • bruk på grekiska - χρήση, εργασία, χρησιμοποιώ, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
  • brukbar på grekiska - χρήσιμος, χρησιμοποιήσιμος, μπορούν να χρησιμοποιηθούν, χρησιμοποιήσιμα, χρησιμοποιήσιμο, χρηστικότητας
  • bruklig på grekiska - συνήθης, κοινός, συνηθισμένος, συνήθη, συνήθεις, συνηθίζεται, σύνηθες
Slumpa ord
Bruka på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: αιτούμαι, καλλιεργώ, χρησιμοποιώ, σκαλίζω, χρήση, εφαρμόζω, βάζω, καλλιέργεια, γεωργία, γεωργίας, καλλιέργειας, εκτροφής