Bryta på grekiska
Översättning: bryta, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
διάλλειμα, κάταγμα, διχοτομία, σπάζω, σπάσιμο, θλάση, αντεπίθεση, διάλειμμα, διακοπή, διάσπαση, θραύση
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: bryta
bryta antonymer, bryta engelska, bryta grammatik, bryta ihop, bryta korsord, bryta språkordbok grekiska, bryta på grekiska
Översättningar
- brutto på grekiska - αισχρός, ακαθάριστος, χοντρός, πρόστυχος, Μικτό, Μικτά, Ακαθάριστο, ...
- bryggeri på grekiska - ζυθοποιείο, ζυθοποιία, ζυθοποιίας, ζυθοποιείου, ζυθοποιεία
- brytning på grekiska - τόνος, διάθλαση, διάθλασης, διαθλάσεως
- bräcklig på grekiska - μαλθακός, εύθραυστος, λεπτός, αδύναμος, φίνος, εύθραυστο, εύθραυστη, ...
Slumpa ord
Bryta på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: διάλλειμα, κάταγμα, διχοτομία, σπάζω, σπάσιμο, θλάση, αντεπίθεση, διάλειμμα, διακοπή, διάσπαση, θραύση
Översättningar: διάλλειμα, κάταγμα, διχοτομία, σπάζω, σπάσιμο, θλάση, αντεπίθεση, διάλειμμα, διακοπή, διάσπαση, θραύση