Egen på grekiska
Översättning: egen, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
αλλόκοτος, ιδιόμορφος, αδερφή, παράξενος, ρούμι, γραφικός, σωστός, ενικός, της], πρέπων, περίεργος, κατέχω, καθωσπρέπει, μοναδικός, ευπρεπής, μονός, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: egen
egen antonymer, egen blogg, egen chokladsås, egen design, egen egna, egen språkordbok grekiska, egen på grekiska
Översättningar
- efterträdare på grekiska - κληρονόμος, διάδοχος, διάδοχο, διαδόχου, διάδοχός, διάδοχό
- efteråt på grekiska - μετά, κατόπιν, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια
- egendom på grekiska - περιουσία, ιδιοκτησία, ιδιότητα, Ακινήτου, Ακίνητα
- egendomlig på grekiska - ρούμι, παράξενος, αλλόκοτος, περίεργος, ιδιόμορφος, ενικός, αστείος, ...
Slumpa ord
Egen på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: αλλόκοτος, ιδιόμορφος, αδερφή, παράξενος, ρούμι, γραφικός, σωστός, ενικός, της], πρέπων, περίεργος, κατέχω, καθωσπρέπει, μοναδικός, ευπρεπής, μονός, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Översättningar: αλλόκοτος, ιδιόμορφος, αδερφή, παράξενος, ρούμι, γραφικός, σωστός, ενικός, της], πρέπων, περίεργος, κατέχω, καθωσπρέπει, μοναδικός, ευπρεπής, μονός, τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική