Förråd på grekiska
Översättning: förråd, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
βάζω, παρακρατώ, απόθεμα, αποθηκεύω, μαγαζί, αποθήκευση, αποθήκευσης, την αποθήκευση, αποθεματοποίησης, αποθεματοποίηση
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: förråd
bygga förråd, byggsats förråd, carport, carport förråd, carport med förråd, förråd språkordbok grekiska, förråd på grekiska
Översättningar
- förruttnelse på grekiska - σήψη, σήψης, σήψεως, η σήψη, καταπολέμηση της σήψης
- förrän på grekiska - πριν, προτού, μέχρι, έως, έως ότου, μέχρι να, μέχρις ότου
- församling på grekiska - ενορία, ομήγυρη, συνέλευση, εκκλησίασμα, αναμέτρηση, δήμος, Township, ...
- förse på grekiska - παροχή, προμήθεια, επιπλώνω, χορήγηση, παρέχω, προμηθεύω, προνοώ, ...
Slumpa ord
Förråd på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: βάζω, παρακρατώ, απόθεμα, αποθηκεύω, μαγαζί, αποθήκευση, αποθήκευσης, την αποθήκευση, αποθεματοποίησης, αποθεματοποίηση
Översättningar: βάζω, παρακρατώ, απόθεμα, αποθηκεύω, μαγαζί, αποθήκευση, αποθήκευσης, την αποθήκευση, αποθεματοποίησης, αποθεματοποίηση