Fet på grekiska
Översättning: fet, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
χόνδρος, ακαθάριστος, λιπαρός, χοντρός, λίπος, αισχρός, πρόστυχος, ελαιώδης, ελαιώδες, ελαιώδη, ελαιώδους, λιπαρό
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: fet
aldrig mera fet, fet antonymer, fet avföring, fet engelska, fet fisk, fet språkordbok grekiska, fet på grekiska
Översättningar
- fest på grekiska - πανδαισία, φιέστα, συμπόσιο, εορτασμός, πανηγύρι, εορτή, ευωχούμαι, ...
- festa på grekiska - συμπόσιο, ευωχούμαι, πανδαισία, πανηγύρι, πάρτι, πάρτυ, partying, ...
- fett på grekiska - χόνδρος, λιπαντικό, χοντρός, λίπος, γράσο, λίπους, λιπαρά, ...
- fiber på grekiska - ίνα, ινών, ίνες, ίνας, φυτικές ίνες
Slumpa ord
Fet på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: χόνδρος, ακαθάριστος, λιπαρός, χοντρός, λίπος, αισχρός, πρόστυχος, ελαιώδης, ελαιώδες, ελαιώδη, ελαιώδους, λιπαρό
Översättningar: χόνδρος, ακαθάριστος, λιπαρός, χοντρός, λίπος, αισχρός, πρόστυχος, ελαιώδης, ελαιώδες, ελαιώδη, ελαιώδους, λιπαρό