Fot på grekiska
Översättning: fot, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
πόδι, στάδιο, πόδια, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: fot
1 fot, bruten fot, en fot, fot anatomi, fot antonymer, fot språkordbok grekiska, fot på grekiska
Översättningar
- fossil på grekiska - απολίθωμα, Απολιθώματα, Κοχύλια, Απολιθωμάτων, Τα απολιθώματα, απολιθώματα που
- fostran på grekiska - αναπαραγωγή, τρέφω, εκπαίδευση, εκπαίδευσης, την εκπαίδευση, της εκπαίδευσης, η εκπαίδευση
- fotboll på grekiska - ποδόσφαιρο, ποδοσφαίρου, το ποδόσφαιρο, ποδοσφαιρικών, ποδοσφαιρικό
- fotogen på grekiska - κηροζίνη, παραφίνη, παραφίνης, παραφινέλαιο, παραφφίνη, παραφινο
Slumpa ord
Fot på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: πόδι, στάδιο, πόδια, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού
Översättningar: πόδι, στάδιο, πόδια, τα πόδια, πρόποδες, ποδιού