Frivillig på grekiska
Översättning: frivillig, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
εθελοντής, εθελοντικός, προαιρετικός, προαιρετικό, προαιρετική, προαιρετικά, προαιρετικές
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: frivillig
frivillig antonymer, frivillig barnlöshet, frivillig engelska, frivillig enkelhet, frivillig fackhandelskedja, frivillig språkordbok grekiska, frivillig på grekiska
Översättningar
- frisk på grekiska - ήχος, ζωντανός, φρέσκος, φωνή, νωπός, γερός, δροσερός, ...
- frisör på grekiska - κομμώτρια, κομμωτής, κομμωτικής, κομμώσεις, κομμωτική, κομμωτηρίου, κομμωτών
- from på grekiska - ευσεβής, πιστός, από, από την, από το, από τις, από τη
- fromhet på grekiska - ευσέβεια, ευλάβεια, Αφοσίωση, Devotion, Η αφοσίωση, Αφοσίωσης
Slumpa ord
Frivillig på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: εθελοντής, εθελοντικός, προαιρετικός, προαιρετικό, προαιρετική, προαιρετικά, προαιρετικές
Översättningar: εθελοντής, εθελοντικός, προαιρετικός, προαιρετικό, προαιρετική, προαιρετικά, προαιρετικές