Hov på grekiska
Översättning: hov, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
ερωτοτροπώ, δικαστήριο, αυλή, οπλή, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
Andra språk
Relaterade ord: hov
hov anatomi, hov antonymer, hov engelska, hov gif, hov grammatik, hov språkordbok grekiska, hov på grekiska
Översättningar
- hotelse på grekiska - απειλή, απειλής, απειλή για, κίνδυνο, κίνδυνος
- hotfull på grekiska - απειλητικός, απειλή, απειλητική, απειλητική για, απειλητικές
- hud på grekiska - προβιά, γδέρνω, δέρμα, κρύβω, κρύβομαι, δέρματος, του δέρματος, ...
- hugg på grekiska - τεμαχίζω, κόβω, τσεκουριά, ζωηρός, θρυμματιστής, τεμαχιστής, πελέκι, ...
Slumpa ord
Hov på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: ερωτοτροπώ, δικαστήριο, αυλή, οπλή, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
Översättningar: ερωτοτροπώ, δικαστήριο, αυλή, οπλή, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική