Lott på grekiska
Översättning: lott, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
ειμαρμένη, μοιράζομαι, κλήρος, πεπρωμένο, μοιράζω, μοίρα, λαχείο, λαχειοφόρο αγορά, λοταρία, λαχειοφόρων αγορών, λοταρίας
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: lott
bingolotto rätta lott, jesper lott, lott antonymer, lott autoteile, lott bergstrand, lott språkordbok grekiska, lott på grekiska
Översättningar
- lots på grekiska - πιλοτάρω, πιλότος, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική
- lotsa på grekiska - πιλότος, πιλοτάρω, πιλοτικά, πιλοτικό, πιλοτικών, πιλοτική
- lotteri på grekiska - λαχείο, λαχειοφόρο αγορά, λοταρία, λαχειοφόρων αγορών, λοταρίας
- lov på grekiska - άδεια, καλοσύνη, την καλοσύνη, καλοσύνης, τω Θεώ, Θεώ
Slumpa ord
Lott på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: ειμαρμένη, μοιράζομαι, κλήρος, πεπρωμένο, μοιράζω, μοίρα, λαχείο, λαχειοφόρο αγορά, λοταρία, λαχειοφόρων αγορών, λοταρίας
Översättningar: ειμαρμένη, μοιράζομαι, κλήρος, πεπρωμένο, μοιράζω, μοίρα, λαχείο, λαχειοφόρο αγορά, λοταρία, λαχειοφόρων αγορών, λοταρίας