Mö på grekiska
Översättning: mö, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
παρθένος, υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα, κορίτσι
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: mö
mö antonymer, mö artist, mö aviation, mö band, mö engelska, mö språkordbok grekiska, mö på grekiska
Översättningar
- mått på grekiska - μετρώ, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
- måtta på grekiska - μετριοπάθεια, εγκράτεια, συγκράτηση, συγκράτηση των, μετριοπάθειας, συγκράτησης των
- möblemang på grekiska - έπιπλα, Επίπλων, Καταστήματα Επίπλων, τα έπιπλα, Επιπλοποιίας
- möblera på grekiska - επιπλώνω, προμηθεύω, παρέχουν, προσκομίσει, παράσχει, να προσκομίσει, παρέχει
Slumpa ord
Mö på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: παρθένος, υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα, κορίτσι
Översättningar: παρθένος, υπηρέτρια, καμαριέρα, καμαριέρας, καθαριότητα, κορίτσι