Make på grekiska
Översättning: make, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
αγώνας, ύπαρχος, ζευγαρώνω, σύζυγος, φιλαράκος, ταίρι, ταιριάζω, συνταιριάζω, σύντροφος, σπίρτο, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: make
gif, how to, how to make, kicks, make a gif, make språkordbok grekiska, make på grekiska
Översättningar
- majs på grekiska - καλαμπόκι, αραβοσίτου, καλαμποκιού, το καλαμπόκι, αραβοσιτέλαιο
- mak på grekiska - εύκολος, άνετος, Mak, Μακ, mak δείχνουν, ενεργοποίησης MAK, ανε
- makrill på grekiska - σκουμπρί, σκουμπριού, το σκουμπρί, σκουμπριά, σκουμπριών
- makt på grekiska - κύρος, εξουσία, δύναμη, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Slumpa ord
Make på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: αγώνας, ύπαρχος, ζευγαρώνω, σύζυγος, φιλαράκος, ταίρι, ταιριάζω, συνταιριάζω, σύντροφος, σπίρτο, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός
Översättningar: αγώνας, ύπαρχος, ζευγαρώνω, σύζυγος, φιλαράκος, ταίρι, ταιριάζω, συνταιριάζω, σύντροφος, σπίρτο, σύζυγο, σύζυγό, σύζυγός, ο σύζυγός