Manövrera på grekiska
Översättning: manövrera, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
εγχειρίζω, χειρίζομαι, καταφέρνω, λειτουργώ, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, μεταχειρίζομαι, χερούλι, ελιγμός, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: manövrera
manövrera antonymer, manövrera betyder, manövrera bilen, manövrera båt, manövrera båt med dubbla motorer, manövrera språkordbok grekiska, manövrera på grekiska
Översättningar
- manuskript på grekiska - χειρόγραφα, χειρογράφων, τα χειρόγραφα, Κείμενα χειρόγραφα
- manöver på grekiska - ελιγμός, έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της
- mapp på grekiska - ντοσιέ, φακέλου, Φάκελος, φακέλων, φάκελο
- margarin på grekiska - μαργαρίνη, μαργαρίνης, η μαργαρίνη, τη μαργαρίνη, της μαργαρίνης
Slumpa ord
Manövrera på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: εγχειρίζω, χειρίζομαι, καταφέρνω, λειτουργώ, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, μεταχειρίζομαι, χερούλι, ελιγμός, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό
Översättningar: εγχειρίζω, χειρίζομαι, καταφέρνω, λειτουργώ, αντεπεξέρχομαι, διευθύνω, μεταχειρίζομαι, χερούλι, ελιγμός, ελιγμών, χειρισμών, ελιγμού, ελιγμό