Nytta på grekiska
Översättning: nytta, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
προτέρημα, ωφελώ, όφελος, χρησιμεύω, αγαθός, καλός, πλεονέκτημα, πλεονεκτήματος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματα
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: nytta
nytta antonymer, nytta av, nytta engelska, nytta grammatik, nytta korsord, nytta språkordbok grekiska, nytta på grekiska
Översättningar
- nyligen på grekiska - πρόσφατα, τελευταίο καιρό, τον τελευταίο καιρό, τελευταία χρόνια, τα τελευταία χρόνια
- nysa på grekiska - φτάρνισμα, φταρνίζομαι, φτερνίζεστε, φτερνιστεί, φτερνίζονται, φταρνίζεστε
- nyttig på grekiska - επωφελής, ευεργετικός, χρήσιμος, ωφέλιμος, χρήσιμες, χρήσιμο, χρήσιμη, ...
- nyttja på grekiska - χρησιμοποιώ, χρήση, εφαρμόζω, αιτούμαι, βάζω, χρήσης, τη χρήση, ...
Slumpa ord
Nytta på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: προτέρημα, ωφελώ, όφελος, χρησιμεύω, αγαθός, καλός, πλεονέκτημα, πλεονεκτήματος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματα
Översättningar: προτέρημα, ωφελώ, όφελος, χρησιμεύω, αγαθός, καλός, πλεονέκτημα, πλεονεκτήματος, επωφεληθούν, πλεονεκτήματα