Ofantlig på grekiska
Översättning: ofantlig, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
τεράστιος, τραγελαφικός, απέραντος, πελώριος, τεράστια, απέραντη, τεράστιες, τεράστιο, απέραντο
Andra språk
Relaterade ord: ofantlig
ofantlig antonymer, ofantlig betyder, ofantlig engelska, ofantlig grammatik, ofantlig mängd, ofantlig språkordbok grekiska, ofantlig på grekiska
Översättningar
- odling på grekiska - καλλιέργεια, καλλιέργειας, την καλλιέργεια, καλλιέργειες, της καλλιέργειας
- oegennytta på grekiska - ανιδιοτέλεια, αφιλοκέρδεια, ανιδιοτελώς, η ανιδιοτέλεια, ανιδιοτέλειας
- ofarlig på grekiska - χρηματοκιβώτιο, ασφαλής, αβλαβής, αβλαβείς, αβλαβή, αβλαβές, αθώα
- offentlig på grekiska - κοινός, τετράγωνο, πλατεία, τετραγωνικών, τετραγωνικά, τετραγωνικό
Slumpa ord
Ofantlig på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: τεράστιος, τραγελαφικός, απέραντος, πελώριος, τεράστια, απέραντη, τεράστιες, τεράστιο, απέραντο
Översättningar: τεράστιος, τραγελαφικός, απέραντος, πελώριος, τεράστια, απέραντη, τεράστιες, τεράστιο, απέραντο