Pärm på grekiska
Översättning: pärm, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
καλύπτω, συνδετικό, συνδετικό υλικό, συνδετικού υλικού, συνδετικό μέσο, δέσιμο φύλλων
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: pärm
pärm a3, pärm a4, pärm a5, pärm a6, pärm antonymer, pärm språkordbok grekiska, pärm på grekiska
Översättningar
- päls på grekiska - τρίχωμα, γούνα, γούνας, γουνοφόρα, γουνοφόρων, τη γούνα
- pärla på grekiska - μαργαριτάρι, μαργαριταρένια, μαργαριταριών, μαργαριτάρια, μαργαριταρένιο
- päron på grekiska - αχλάδι, απίδι, αχλάδια, τα αχλάδια, αχλαδιών, αχλαδιών που, των αχλαδιών
- på på grekiska - σε, προς, επί, κατά, για, σχετικά
Slumpa ord
Pärm på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: καλύπτω, συνδετικό, συνδετικό υλικό, συνδετικού υλικού, συνδετικό μέσο, δέσιμο φύλλων
Översättningar: καλύπτω, συνδετικό, συνδετικό υλικό, συνδετικού υλικού, συνδετικό μέσο, δέσιμο φύλλων