Pryda på grekiska
Översättning: pryda, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
καλλωπίζω, κοσμώ, λουσάρω, στολίζω, διακοσμώ, κατάστρωμα, Deck, καταστρώματος, γεφυρών, του καταστρώματος
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: pryda
pryda antonymer, pryda engelska, pryda eso, pryda friends, pryda grammatik, pryda språkordbok grekiska, pryda på grekiska
Översättningar
- provision på grekiska - παραγγέλλω, εξουσιοδότηση, παραγγελία, προμήθεια, επιτροπή, Επιτροπής, προμήθειας, ...
- provisorisk på grekiska - πρόχειρος, πρόσκαιρος, προσωρινός, προσωρινή, προσωρινού, προσωρινό, προσωρινά
- prydande på grekiska - στολίδια, κοσμημάτων, στολισμούς, στολισμών, στολισμοί
- prydlig på grekiska - φιλάρεσκος, νοικοκυρεμένος, πετυχημένος, τακτοποιημένο, σκέτο, τακτοποιημένη
Slumpa ord
Pryda på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: καλλωπίζω, κοσμώ, λουσάρω, στολίζω, διακοσμώ, κατάστρωμα, Deck, καταστρώματος, γεφυρών, του καταστρώματος
Översättningar: καλλωπίζω, κοσμώ, λουσάρω, στολίζω, διακοσμώ, κατάστρωμα, Deck, καταστρώματος, γεφυρών, του καταστρώματος