Rättegång på grekiska
Översättning: rättegång, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
εξυπηρετώ, σκοπός, αιτία, προκαλώ, προξενώ, αρμόζω, κοστούμι, δίκη, βολεύω, δοκιμασία, δοκιμή, δίκης, δοκιμής, δοκιμαστική
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: rättegång
anders breivik, anders breivik rättegång, breivik, breivik rättegång live, rättegång antonymer, rättegång språkordbok grekiska, rättegång på grekiska
Översättningar
- rätt på grekiska - διορθώνω, σωστός, δικαίωμα, αυλή, δεξιός, πιάτο, αληθής, ...
- rätta på grekiska - σωστός, διορθώνω, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή
- rättelse på grekiska - διόρθωση, διόρθωμα, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση
- rättfärdig på grekiska - δίκαιος, μόλις, ενάρετος, δίκαιοι, ορθές, δίκαιους
Slumpa ord
Rättegång på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: εξυπηρετώ, σκοπός, αιτία, προκαλώ, προξενώ, αρμόζω, κοστούμι, δίκη, βολεύω, δοκιμασία, δοκιμή, δίκης, δοκιμής, δοκιμαστική
Översättningar: εξυπηρετώ, σκοπός, αιτία, προκαλώ, προξενώ, αρμόζω, κοστούμι, δίκη, βολεύω, δοκιμασία, δοκιμή, δίκης, δοκιμής, δοκιμαστική