Stöt på grekiska

Översättning: stöt, Ordbok: svenska » grekiska

Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
σπάζω, μπήγω, κρούση, χτύπημα, τράνταγμα, συντρίβω, γδούπος, σουξέ, κλονισμός, κραδασμός, βαρώ, χτυπώ, κομματιάζω, ώθηση, θρυμματίζω, βροντώ, σοκ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock
Stöt på grekiska
Relaterade ord
Andra språk

Relaterade ord: stöt

elastisk stöt, elektrisk stöt, stöt antonymer, stöt engelska, stöt från eluttag, stöt språkordbok grekiska, stöt på grekiska

Översättningar

  • stör på grekiska - παρεμβαίνει, παρεμβάλλεται, αυτού προκαλεί
  • störa på grekiska - διάλλειμα, σπάζω, ενοχλώ, αντεπίθεση, κόπος, ενοχλούμαι, διακόπτω, ...
  • stöta på grekiska - κουτουλώ, πρόσκρουση, bumping, βρασμού, ρύθμιση του βρασμού, την πρόσκρουση
  • stövel på grekiska - μπότα, εκκίνησης, boot, μπότες, για μπότες
Slumpa ord
Stöt på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: σπάζω, μπήγω, κρούση, χτύπημα, τράνταγμα, συντρίβω, γδούπος, σουξέ, κλονισμός, κραδασμός, βαρώ, χτυπώ, κομματιάζω, ώθηση, θρυμματίζω, βροντώ, σοκ, κραδασμών, καταπληξία, καταπληξίας, shock