Stadig på grekiska
Översättning: stadig, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
στερεός, απτόητος, δυνατός, ουσιαστικός, αξιόλογος, εταιρία, συμπαγής, εδραίος, σταθερός, στάβλος, ακλόνητος, σταθερό, σταθερή, σταθερού, σταθερής
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: stadig
stad i ljus, stadig antonymer, stadig bh, stadig bikini, stadig engelska, stadig språkordbok grekiska, stadig på grekiska
Översättningar
- stadfästelse på grekiska - επικύρωση, επικύρωσης, κύρωση, κύρωσης, την επικύρωση
- stadga på grekiska - υπαγορεύω, προσταγή, νομοθεσία, παραγγελία, παραγγέλλω, εντολή, καταστατικό, ...
- stall på grekiska - σταθερός, στάβλος, στάβλοι, πάγκους, υπαίθριους πάγκους, στάβλους, πάγκοι
- stam på grekiska - στέλεχος, παρακρατώ, απόθεμα, στείρα, μίσχος, ένταση, γένος, ...
Slumpa ord
Stadig på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: στερεός, απτόητος, δυνατός, ουσιαστικός, αξιόλογος, εταιρία, συμπαγής, εδραίος, σταθερός, στάβλος, ακλόνητος, σταθερό, σταθερή, σταθερού, σταθερής
Översättningar: στερεός, απτόητος, δυνατός, ουσιαστικός, αξιόλογος, εταιρία, συμπαγής, εδραίος, σταθερός, στάβλος, ακλόνητος, σταθερό, σταθερή, σταθερού, σταθερής