Sträv på grekiska
Översättning: sträv, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
σκληρός, δριμύς, άγριος, πρόχειρος, αγροίκος, τραχύς, χονδροειδής, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: sträv
sträv antonymer, sträv grammatik, sträv hud, sträv i halsen, sträv i munnen, sträv språkordbok grekiska, sträv på grekiska
Översättningar
- sträcka på grekiska - απόσταση, διαδρομή, πορεία, δρόμος, απόσταση για, απόσταση με, απόστασης, ...
- sträng på grekiska - πρύμνη, συγχορδία, χορδή, βλοσυρός, σέρτικος, δριμύς, σοβαρός, ...
- sträva på grekiska - μόχθος, κόπος, προσπαθούν, προσπαθήσει, προσπαθούμε, να προσπαθούν, προσπαθήσουν
- strå på grekiska - άχυρο, καλαμάκι, αχύρου, άχυρου, άχυρα
Slumpa ord
Sträv på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: σκληρός, δριμύς, άγριος, πρόχειρος, αγροίκος, τραχύς, χονδροειδής, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα
Översättningar: σκληρός, δριμύς, άγριος, πρόχειρος, αγροίκος, τραχύς, χονδροειδής, ακατέργαστων, τραχύ, τραχιά, ακατέργαστα