Subjekt på grekiska
Översättning: subjekt, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
αντικείμενο, υπήκοος, θέμα, υποκείμενο, οντότητα, οντότητας, οικονομική οντότητα, φορέα, φορέας
Andra språk
Relaterade ord: subjekt
objekt, objekt subjekt, predikat, subjekt antonymer, subjekt attribut, subjekt språkordbok grekiska, subjekt på grekiska
Översättningar
- stöta på grekiska - κουτουλώ, πρόσκρουση, bumping, βρασμού, ρύθμιση του βρασμού, την πρόσκρουση
- stövel på grekiska - μπότα, εκκίνησης, boot, μπότες, για μπότες
- substantiv på grekiska - ουσιαστικό, noun, ουσιαστικού, όνομα, ουσιαστικών
- subtil på grekiska - εκλεπτυσμένος, φίνος, λεπτός, σουπτιλισίνη, σουμπτιλισίνης, σουμπτιλισίνη, σουμπτιλιζίνης, ...
Slumpa ord
Subjekt på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: αντικείμενο, υπήκοος, θέμα, υποκείμενο, οντότητα, οντότητας, οικονομική οντότητα, φορέα, φορέας
Översättningar: αντικείμενο, υπήκοος, θέμα, υποκείμενο, οντότητα, οντότητας, οικονομική οντότητα, φορέα, φορέας