Sval på grekiska
Översättning: sval, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
παγερός, ανατριχίλα, καταψύχω, ρίγος, δροσερός, δροσερό, δροσερά, δροσερή, ψυχρό
Andra språk
Relaterade ord: sval
sval antonymer, sval bärsjal, sval engelska, sval grammatik, sval holk, sval språkordbok grekiska, sval på grekiska
Översättningar
- svag på grekiska - ανίσχυρος, αμυδρός, ασθενικός, λεπτός, φτωχός, λιποθυμώ, αδύναμος, ...
- svaghet på grekiska - αδυναμία, αδυναμίας, αδυναμίες, την αδυναμία, η αδυναμία
- svalg på grekiska - άβυσσος, λαγκάδι, κόλπος, χάσμα, φαράγγι, λαιμός, λαιμό, ...
- svamp på grekiska - μανιτάρι, μανιταριών, μανιταριού, μανιτάρια, τα μανιτάρια
Slumpa ord
Sval på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: παγερός, ανατριχίλα, καταψύχω, ρίγος, δροσερός, δροσερό, δροσερά, δροσερή, ψυχρό
Översättningar: παγερός, ανατριχίλα, καταψύχω, ρίγος, δροσερός, δροσερό, δροσερά, δροσερή, ψυχρό