Tillfällig på grekiska
Översättning: tillfällig, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
ξέγνοιαστος, πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, τυχαίος, ανεπίσημος, ευκαιρία, προσωρινός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: tillfällig
eftersändning, försäkringskassan tillfällig föräldrapenning, föräldrapenning, tillfällig adressändring, tillfällig antonymer, tillfällig språkordbok grekiska, tillfällig på grekiska
Översättningar
- tillerkänna på grekiska - αποφαίνομαι, βραβείο, απονέμω, κατακυρώνω, να αναγνωρίσει, να αναγνωρίσουν, να αναγνωρίζουν, ...
- tillfälle på grekiska - τύχη, συγκυρία, ευκαιρία, πιθανότητα, περίπτωση, ώρα, χρόνος, ...
- tillförlitlig på grekiska - αξιόπιστος, εχέγγυος, φερέγγυος, συνεπής, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, ...
- tillförsikt på grekiska - αυτοπεποίθηση, εμπιστοσύνη, εχεμύθεια, την εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης, εμπιστοσύνη των
Slumpa ord
Tillfällig på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: ξέγνοιαστος, πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, τυχαίος, ανεπίσημος, ευκαιρία, προσωρινός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές
Översättningar: ξέγνοιαστος, πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, τυχαίος, ανεπίσημος, ευκαιρία, προσωρινός, προσωρινή, προσωρινής, προσωρινά, προσωρινές