Tillit på grekiska
Översättning: tillit, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
αυτοπεποίθηση, πίστη, εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, εχεμύθεια, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: tillit
tillit antonymer, tillit betyder, tillit definition, tillit engelska, tillit förhållande, tillit språkordbok grekiska, tillit på grekiska
Översättningar
- tillgång på grekiska - προσπέλαση, πρόσβαση, πρόσβασης, την πρόσβαση, πρόσβαση στο, η πρόσβαση
- tillika på grekiska - επιπλέον, άλλωστε, ο οποίος είναι επίσης, οποίος είναι επίσης, που είναι επίσης, οποίος είναι και, ο οποίος είναι και
- tillkännage på grekiska - ειδοποιώ, ανακοινώνω, γνωστοποιώ, ανακοινώσει, ανακοινώνει, ανακοινώσω, ανακοινώσουμε, ...
- tillkännagivande på grekiska - εξαγγελία, ανακοίνωση, ανακοίνωσης, αναγγελία, την ανακοίνωση, ανακοίνωση της
Slumpa ord
Tillit på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: αυτοπεποίθηση, πίστη, εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, εχεμύθεια, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης
Översättningar: αυτοπεποίθηση, πίστη, εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, εχεμύθεια, εμπιστοσύνης, την εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη, της εμπιστοσύνης