Tillväxt på grekiska
Översättning: tillväxt, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
μεγέθυνση, εξάπλωση, διαστολή, ανάπτυξη, αύξηση, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, αύξησης
Andra språk
Relaterade ord: tillväxt
bnp, bnp tillväxt, ekonomisk tillväxt, telge tillväxt, tillväxt antonymer, tillväxt språkordbok grekiska, tillväxt på grekiska
Översättningar
- tillverka på grekiska - κάνω, φτιάχνω, εξαναγκάζω, κατασκευάζω, παραγωγή, που παράγουν, παράγουν, ...
- tillverkare på grekiska - παραγωγός, κατασκευαστές, οι κατασκευαστές, κατασκευαστών, τους κατασκευαστές, παραγωγούς
- tillägg på grekiska - συμπληρώνω, συμπλήρωμα, παράρτημα, προσάρτημα, προσαρτήματος, το παράρτημα, το προσάρτημα
- tillägga på grekiska - προσθέτω, προσθέστε, προσθέσετε, προσθέτουν, προσθέσει, να προσθέσετε
Slumpa ord
Tillväxt på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: μεγέθυνση, εξάπλωση, διαστολή, ανάπτυξη, αύξηση, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, αύξησης
Översättningar: μεγέθυνση, εξάπλωση, διαστολή, ανάπτυξη, αύξηση, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, αύξησης