Träta på grekiska
Översättning: träta, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
καυγαδίζω, συμπλέκομαι, διεκδικώ, διαφωνία, φιλονικία, καυγάς, διαπληκτίζομαι, διένεξη, Brawl, συμπλοκή, καυγά
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: träta
att träta, jan i träta, lokes träta, träta antonymer, träta betyder, träta språkordbok grekiska, träta på grekiska
Översättningar
- träning på grekiska - εκπαίδευση, προπόνηση, προπονούμενος, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης, την κατάρτιση
- träsk på grekiska - έλος, βόρβορος, βάλτος, μαζεύω, τέλμα, βάλτο, βάλτου
- tråd på grekiska - εξοκέλλω, μίτος, νήμα, νημάτιο, κλώνος, κλωστή, σύρμα, ...
- tråkig på grekiska - ανιαρός, πληκτικός, βαρετός, αμβλύς, θαμπό, βαρετή, θαμπά, ...
Slumpa ord
Träta på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: καυγαδίζω, συμπλέκομαι, διεκδικώ, διαφωνία, φιλονικία, καυγάς, διαπληκτίζομαι, διένεξη, Brawl, συμπλοκή, καυγά
Översättningar: καυγαδίζω, συμπλέκομαι, διεκδικώ, διαφωνία, φιλονικία, καυγάς, διαπληκτίζομαι, διένεξη, Brawl, συμπλοκή, καυγά