Tvär på grekiska
Översättning: tvär, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
τετράγωνο, πλατεία, μονοκόμματος, κοντός, αμβλύς, κοφτός, απότομος, σταυρός, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει, περάσουν
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: tvär
tvär antonymer, tvär böj, tvär engelska, tvär grammatik, tvär korsord, tvär språkordbok grekiska, tvär på grekiska
Översättningar
- tvivelaktig på grekiska - αμφίβολος, αμφίβολο, επισφαλείς, αμφίβολη, επισφαλών
- tvivla på grekiska - αμφιβάλλω, αμφισβητώ, αμφιβολία, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση
- tvätt på grekiska - πλύση, πλυντήριο, πλυντήριο ρούχων, πλυντηρίου, πλυντηρίων, πλυντηρίων ρούχων
- tvätta på grekiska - πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Slumpa ord
Tvär på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: τετράγωνο, πλατεία, μονοκόμματος, κοντός, αμβλύς, κοφτός, απότομος, σταυρός, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει, περάσουν
Översättningar: τετράγωνο, πλατεία, μονοκόμματος, κοντός, αμβλύς, κοφτός, απότομος, σταυρός, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει, περάσουν