Tvist på grekiska
Översättning: tvist, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, διένεξη, διαφωνία, διεκδικώ, φιλονικία, καυγάς, διαμάχη, διαφοράς, διαφορά, διαφορών
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: tvist
tvist antonymer, tvist engelska, tvist grammatik, tvist korsord, tvist med arbetsgivare, tvist språkordbok grekiska, tvist på grekiska
Översättningar
- tvilling på grekiska - δίδυμο, δίδυμος, Twin, Δίκλινο, μονά
- tvinga på grekiska - εξαναγκάζω, δύναμη, βία, εξωθώ, ισχύ, ισχύει, ισχύος, ...
- tvivel på grekiska - αμφιβολία, αμφιβάλλω, αβεβαιότητα, αμφισβητώ, αμφιβολίες, αμφιβολιών, τις αμφιβολίες, ...
- tvivelaktig på grekiska - αμφίβολος, αμφίβολο, επισφαλείς, αμφίβολη, επισφαλών
Slumpa ord
Tvist på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, διένεξη, διαφωνία, διεκδικώ, φιλονικία, καυγάς, διαμάχη, διαφοράς, διαφορά, διαφορών
Översättningar: διαπληκτίζομαι, καυγαδίζω, διένεξη, διαφωνία, διεκδικώ, φιλονικία, καυγάς, διαμάχη, διαφοράς, διαφορά, διαφορών