Uppehåll på grekiska

Översättning: uppehåll, Ordbok: svenska » grekiska

Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
αντεπίθεση, διάλειμμα, διάλλειμα, σηκός, διακοπή, παύση, σταματώ, κενό, χάσμα, διακόπτω, μένω, διατριβή, σπάζω, κατοικία, διαμονή, διαμονής, κατοικίας, παραμονής
Uppehåll på grekiska
Relaterade ord
Andra språk

Relaterade ord: uppehåll

ett kort uppehåll, uppehåll antonymer, uppehåll boendeparkering, uppehåll dn, uppehåll engelska, uppehåll språkordbok grekiska, uppehåll på grekiska

Översättningar

  • uppdrag på grekiska - εντολή, εκχώρηση, ανάθεση, εκχώρησης, ανάθεσης, αποστολή
  • uppehälle på grekiska - απασχόληση, κατακρατώ, εξακολουθώ, κρατώ, ζωντανός, ζωή, διαβίωσης, ...
  • uppehålla på grekiska - βοήθεια, υποστήριγμα, στήριγμα, καθυστέρηση, συμπαράσταση, κατοικώ, παραμονής, ...
  • uppenbar på grekiska - προφανής, εμφανής, κάμπος, πεδιάδα, φανερός, σκέτος, σκέτο, ...
Slumpa ord
Uppehåll på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: αντεπίθεση, διάλειμμα, διάλλειμα, σηκός, διακοπή, παύση, σταματώ, κενό, χάσμα, διακόπτω, μένω, διατριβή, σπάζω, κατοικία, διαμονή, διαμονής, κατοικίας, παραμονής