Uppehålla på grekiska
Översättning: uppehålla, Ordbok: svenska » grekiska
Källspråk:
svenska
Målspråk:
grekiska
Översättningar:
βοήθεια, υποστήριγμα, στήριγμα, καθυστέρηση, συμπαράσταση, κατοικώ, παραμονής, κρατημένο, σταθώ, κρατημένου
Relaterade ord
Andra språk
Relaterade ord: uppehålla
uppehålla antonymer, uppehålla definition, uppehålla dig, uppehålla eng, uppehålla engelska, uppehålla språkordbok grekiska, uppehålla på grekiska
Översättningar
- uppehälle på grekiska - απασχόληση, κατακρατώ, εξακολουθώ, κρατώ, ζωντανός, ζωή, διαβίωσης, ...
- uppehåll på grekiska - αντεπίθεση, διάλειμμα, διάλλειμα, σηκός, διακοπή, παύση, σταματώ, ...
- uppenbar på grekiska - προφανής, εμφανής, κάμπος, πεδιάδα, φανερός, σκέτος, σκέτο, ...
- uppfatta på grekiska - πιάνω, σφίγγω, συλλαμβάνω, αντιλαμβάνομαι, αντιλαμβάνονται, αντιληφθεί, θεωρούν, ...
Slumpa ord
Uppehålla på grekiska - Ordbok: svenska » grekiska
Översättningar: βοήθεια, υποστήριγμα, στήριγμα, καθυστέρηση, συμπαράσταση, κατοικώ, παραμονής, κρατημένο, σταθώ, κρατημένου
Översättningar: βοήθεια, υποστήριγμα, στήριγμα, καθυστέρηση, συμπαράσταση, κατοικώ, παραμονής, κρατημένο, σταθώ, κρατημένου